χρωμοφόρος

χρωμοφόρος
-α, -ο, Ν
1. χημ. (για ομάδες ατόμων και ηλεκτρονίων) αυτός στον οποίο οφείλεται ο χρωματισμός μιας χημικής ένωσης
2. φρ. «χρωμοφόρα κύτταρα»
φυσιολ. τα κύτταρα που προσδίδουν στην επιδερμίδα το χρώμα της.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρώμα, -ατος + -φόρος. Η λ. είναι αντιδάνειο, πρβλ. γαλλ. chromophore].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • συνδετικός ιστός — (Ιατρ.). Μια σημαντική και μεγάλη ομάδα ιστών, που συμμετέχουν στη δομή του ανθρώπινου οργανισμού. Οι διάφοροι τύποι σ. ι. προέρχονται όλοι από ένα εμβρυϊκό ιστό, το μεσέγχυμα. Ο σ.ι. αποτελείται από κύτταρα με διάφορα χαρακτηριστικά και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”